σιτοποιοῦ

σιτοποιοῦ
σῑτοποιοῦ , σιτοποιέω
prepare corn for food
pres imperat mp 2nd sg (attic)
σῑτοποιοῦ , σιτοποιέω
prepare corn for food
imperf ind mp 2nd sg (attic)
σῑτοποιοῦ , σιτοποιός
of grinding and baking
masc/fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκαφίς — ίδος, ἡ, Α 1. μικρή σκάφη, σκαφίδι 2. μικρό πλοίο, βαρκάκι 3. μικρό σκεύος, λεκάνη ή κάδος 4. μικρό δοχείο που μνημονευόταν μεταξύ τών σκευών τού σιτοποιού, τού μυλωνά 5. σκεύος για ποτό ή για μέτρημα 6. είδος μαγειρικού σκεύους 7. αγγείο για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”